ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
υπεραστισμός (ο) hypercorrection
Υπερδιόρθωση (η) hypercorrection / overcorrection
υπερορθότητα (η) hypercorrectness
υπερξενικοποίηση (η) hyperforeignization
υπερμέσα (τα) hypermedia
υ­περ­ρι­νι­κός-ή-ό hypernasal
υπερρινικότητα (η) hypernasality
υπερώνυμο (το) hypernym
υπερώνυμο (το) hyperonym
υπερωνυμικός,-ή,-ό hyperonymic