ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
χιουμοριστικός ορισμός (ο) | humorous definition |
Ουγγαρέζικα (τα) | Hungarian |
Χουρριτική (η) (γλώσσα) | Hurrian |
Αρμένικα (τα) | HY |
υβρίδιο (το) | hybrid |
Υβρίδιο (το) , υβριδικός-ή-ό | Hybrid |
υβριδική γλώσσα (η) | hybrid language |
υβριδικός επισημειωτής (ο) | hybrid tagger |
υβριδική λέξη (η) | hybrid word |
λέξη-υβρίδιο (το) | hybrid word |