ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
χιουμοριστικός ορισμός (ο) humorous definition
Ουγγαρέζικα (τα) Hungarian
Χουρριτική (η) (γλώσσα) Hurrian
Αρμένικα (τα) HY
υβρίδιο (το) hybrid
Υβρίδιο (το) , υβριδικός-ή-ό Hybrid
υβριδική γλώσσα (η) hybrid language
υβριδικός επισημειωτής (ο) hybrid tagger
υβριδική λέξη (η) hybrid word
λέξη-υβρίδιο (το) hybrid word