ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ετερογραφία (η) heterography
ετερώνυμο (το) heteronym
ετερωνυμία (η) heteronymy
ετεροργανικός,-ή,-ό heterorganic
Ετεροσύλλαβος-η-ο, Ετεροσυλλαβικός-ή-ό heterosyllabic
ευρετικός,-ή,-ό heuristic
ευρετικό εργαλείο (το) heuristic device
ευρετική λειτουργία (η) heuristic function
Ινδικά (τα) HI
χασμωδία (η) hiatus