ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αυξημένη υπογλωττιδική πίεση (η) heightened subglottal pressure
ελληνικός-ή-ό hellenic
βοηθητικό ρήμα (το) helping verb
Κόρπους Αγγλικών Κειμένων του Ελσίνκι: Διαχρονικό Μέρος (το) Helsinki Corpus of English Texts: Diachronic Part
Κόρπους Παλαιάς Σκωτικής του Ελσίνκι (το) Helsinki Corpus of Older Scots
ημιπληγικός,-ή-ό hemiplegic
ημισφαίριο (το) hemisphere
εν δια δυοίν (το) (σχήμα λόγου) hendiadys
εν δια δυοίν (το) (σχήμα λόγου) hendiadys
γλώσσα καταγωγής (η) heritage language