ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ρομά (ο,η) Gypsy
Χάουσα (η) (γλώσσα) HA
συνήθεια (η) habit
θαμιστικός,-ή,-ό habitual
θαμιστικό “be” (το) habitual “be”
θαμιστική άποψη (η) habitual aspect
Χάιντα (η) (γλώσσα) Haida
ημιβοηθητικός,-ή,-ό half-auxiliary
ημίκλειστος,-η,-ο half-close
ημιανοικτός,-ή,-ό half-open