ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ρομά (ο,η) | Gypsy |
Χάουσα (η) (γλώσσα) | HA |
συνήθεια (η) | habit |
θαμιστικός,-ή,-ό | habitual |
θαμιστικό “be” (το) | habitual “be” |
θαμιστική άποψη (η) | habitual aspect |
Χάιντα (η) (γλώσσα) | Haida |
ημιβοηθητικός,-ή,-ό | half-auxiliary |
ημίκλειστος,-η,-ο | half-close |
ημιανοικτός,-ή,-ό | half-open |