ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term | 
|---|---|
| αλφαριθμικός χαρακτήρας (ο) | alphanumerical character | 
| Άλσεα (γλώσσα) (η) | Alsea | 
| νόσος του Αλτσχάιμερ (η) | Alsheimer’s disease | 
| αλταϊκός,-ή,-ό | Altaic | 
| αλταϊκή υπόθεση (η) | Altaic hypothesis | 
| διαφοροποιημένη αναπαραγωγή (η) | altered replication | 
| εναλλακτής (ο) | alternant | 
| Εναλλακτική (η) | alternant | 
| αναπληρωματικός-ή-ό εναλλασσόμενος-η-ο, αναπληρών-ούσα-όν | alternate / alternating / alternant | 
| αξιοπιστία εναλλακτικών τύπων/μορφών δοκιμασίας (η) | alternate form reliability |