ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ÿκυβερνήσιμος,-η,-ο governable
κυβερνώμενος,-η,-ο governed
κυβερνημένος,-η,-ο governed
κυβερνημένη θέση (η) governed position
Κυβερνώμενος-η-ο Governee / governed
κυβερνητικός,-ή,-ό governing
κυβερνητική κατηγορία (η) governing category
Κυβερνώσα κατηγορία (η), κυβερνών κόμβος (ο) Governing category/node
κυβερνητικός κόμβος (ο) governing node
κυβερνών κόμβος (ο) governing node