ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κυβερνήσιμος,-η,-ο | governable |
κυβερνώμενος,-η,-ο | governed |
κυβερνημένος,-η,-ο | governed |
κυβερνημένη θέση (η) | governed position |
Κυβερνώμενος-η-ο | Governee / governed |
κυβερνητικός,-ή,-ό | governing |
κυβερνητική κατηγορία (η) | governing category |
Κυβερνώσα κατηγορία (η), κυβερνών κόμβος (ο) | Governing category/node |
κυβερνητικός κόμβος (ο) | governing node |
κυβερνών κόμβος (ο) | governing node |