ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γλωσσογονικός-ή-ό | glottogonic |
γλωσσογονία (η) | glottogony |
Γλωττιδογράφημα (το) | Glottogram |
Γλωττιδογράφος (ο) | glottograph |
γλωττιδογραφία (η) | glottography |
ΓΚΛΟΟΥ (γενετικοί γλωσσολόγοι του Παλαιού Κόσμου) | GLOW (generative linguistics of the Old World) |
Γαλικιανή (η) (γλώσσα) | GN |
γνωμική (η) (όψη) | gnomic |
Γοαχίρο (η) (γλώσσα) | Goajiro |
στόχος (ο) | goal |