ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
έννοια (η) generic concept
γένος (το) generic concept
κοινό όνομα (το) generic noun
γενική ερμηνεία (η) generic reading
αναφορά,γενικευτική generic reference
γενικευτική αναφορά (η) generic reference
ειδογονική σχέση (η) generic relation
γενικό διάστημα (το) generic space
γενικευτικός όρος / ορισμός (ο) generic term
μεταφορά γενικού επιπέδου (η) generic-level metaphor