ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
σύστημα γένεσης / σύνθεσης φωνής (το) generation system
γενετικός,-ή,-ό generative
γενετικός-ή-ό, γεννητικός-ή-ό generative
γενετική/γεννητική δυναμικότητα (η) generative capacity
γενετική ή γεννητική γραμματική (η) generative grammar
γλωσσολογία γενετική (η) generative linguistics
Γενετικοί Γλωσσολόγοι του Παλαιού Κόσμου (οι) Generative Linguists of the Old World (GLOW)
γενετική ή γεννητική φωνολογία (η) generative phonology (GP)
γενετικοί φωνοτακτικοί περιορισμοί (οι) generative phonotactics
γενετικοί κανόνες (οι) generative rules