ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συγχώνευση (η) fusion
συνίζηση (η), διάχυση (η), σύντηξη (η), συγχώνευση (η), σύμμειξη (η) fusion
συγχρονικός,-ή,-ό fusional
διάχυτος,-η,-ο fusional
Διαχυτικός-ή-ό fusional
διαχυτική αφομοίωση (η) fusional assimilation
διαχυτική γλώσσα (η) fusional language
Φούθαρκ (η) (γραφή) futhark
μέλλοντας (ο) future
μέλλων (ο) future