ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
θεμελιώδης συχνότητα (η) fundamental frequency
θεμελιώδης αρμονική (η) fundamental frequency
θεμελιώδης ή βασική συχνότητα (η) fundamental frequency
Θεμελιώδης συχνότητα (η) fundamental frequency ή Fο (f μη­δέν (f nought))
Φουρ (η) (γλώσσα) Fur
διαχέω / διαχέομαι fuse
διαχυμένη μορφική εκπροσώπηση (η) fused exponence
διαχυμένη μετοχή (η) fused participle
διάχυση (η) fusion
συνίζηση (η) fusion