ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
θεμελιώδης συχνότητα (η) | fundamental frequency |
θεμελιώδης αρμονική (η) | fundamental frequency |
θεμελιώδης ή βασική συχνότητα (η) | fundamental frequency |
Θεμελιώδης συχνότητα (η) | fundamental frequency ή Fο (f μηδέν (f nought)) |
Φουρ (η) (γλώσσα) | Fur |
διαχέω / διαχέομαι | fuse |
διαχυμένη μορφική εκπροσώπηση (η) | fused exponence |
διαχυμένη μετοχή (η) | fused participle |
διάχυση (η) | fusion |
συνίζηση (η) | fusion |