ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πρόσθιο χαρακτηριστικό (το) front feature
εισαγωγικό μέρος (το) front matter
πρόσθιο τμήμα της γλώσσας (το) front of the tongue
πρόσθιο φωνήεν (το) front vowel
προσθιωμένος,-η,-ο fronted
μετωπικός επεξεργαστής (ο) front-end processor
προσθίωση (η) fronting
πρόταξη (η) fronting
προσθιοποίηση (η) fronting
προσθίωση / προσθιοποίηση (η) fronting