ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ελεύθερη ποικιλία (η) | free variation |
ελεύθερη εναλλαγή (η) | free variation |
ελεύθερο φωνήεν (το) | free vowel |
ελεύθερη σειρά λέξεων (η) | free word order |
ελεύθερα συνδεόμενος,-η,-ο | freely associating |
Ελεύθερα συνδεόμενα τεμάχια (τα) | freely associating segments |
αναζήτηση ελεύθερου κειμένου (η) | free-text search |
αρχή της σημασίας του Φρέγκε (η) | Frege’s principle of meaning |
Κόρπους της Αμερικάνικης Αγγλικής Φράιμπουργκ-Μπράουν (Φράουν) (το) | Freiburg–Brown Corpus of American English (Frown) |
Κόρπους της Βρετανικής Αγγλικής Φράιμπουργκ-ΛΟΜΠ (Λάνκαστερ-Όσλο/Μπέργκεν) (ΦΛΟΜΠ) (το) | Freiburg–LOB Corpus of British English (FLOB) |