ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ελεύθερη ποικιλία (η) free variation
ελεύθερη εναλλαγή (η) free variation
ελεύθερο φωνήεν (το) free vowel
ελεύθερη σειρά λέξεων (η) free word order
ελεύθερα συνδεόμενος,-η,-ο freely associating
Ελεύθερα συνδεόμενα τεμάχια (τα) freely associating segments
αναζήτηση ελεύθερου κειμένου (η) free-text search
αρχή της σημασίας του Φρέγκε (η) Frege’s principle of meaning
Κόρπους της Αμερικάνικης Αγγλικής Φράιμπουργκ-Μπράουν (Φράουν) (το) Freiburg–Brown Corpus of American English (Frown)
Κόρπους της Βρετανικής Αγγλικής Φράιμπουργκ-ΛΟΜΠ (Λάνκαστερ-Όσλο/Μπέργκεν) (ΦΛΟΜΠ) (το) Freiburg–LOB Corpus of British English (FLOB)