ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τυποποιημένος ορισμός (ο) | formulaic definition |
τυποποιημένος λόγος (ο) | formulaic discourse |
τυποποιημένη γλώσσα (η) | formulaic language |
τυποποιημένη ομιλία (η) | formulaic speech |
τεταμένος,-η,-ο | fortis |
τεταμένο φωνήεν (το) | fortis vowel |
ενίσχυση (η) | fortition |
fortition | |
Ενίσχυση (η), τάση (η) | fortition |
πρόδρομος,-η,-ο | forward |