ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κανόνας σχηματισμού (ο) formation rule
formation rule
σχηματιστικό στοιχείο (το) formative
διαμορφωτική αξιολόγηση (η), ενδιάμεση αξιολόγηση (η), σταδιακή αξιολόγηση (η) formative evaluation
διαμορφωτική δοκιμασία (η), διαμορφωτικός έλεγχος (ο), διαμορφωτικό τεστ (το) formative test
διαμορφωτής (ο) formator
σχηματισμός λέξεων (ο) formazione delle parole
τύποι προσφώνησης (οι) forms of address
τύπος (ο), φόρμουλα (η) formula
Τύπος1 (ο), Φόρμουλα (η) Formula, formulae