ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κανόνας σχηματισμού (ο) | formation rule |
formation rule | |
σχηματιστικό στοιχείο (το) | formative |
διαμορφωτική αξιολόγηση (η), ενδιάμεση αξιολόγηση (η), σταδιακή αξιολόγηση (η) | formative evaluation |
διαμορφωτική δοκιμασία (η), διαμορφωτικός έλεγχος (ο), διαμορφωτικό τεστ (το) | formative test |
διαμορφωτής (ο) | formator |
σχηματισμός λέξεων (ο) | formazione delle parole |
τύποι προσφώνησης (οι) | forms of address |
τύπος (ο), φόρμουλα (η) | formula |
Τύπος1 (ο), Φόρμουλα (η) | Formula, formulae |