ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
τυπικός,-ή,-ό (έναντι υλικού) formal vs substantial
τυπικός,-ή,-ό (έναντι ουσιαστικού) formal vs substantive
φορμαλισμός (ο) formalism
φορμαλιστικός,-ή,-ό formalist
τυπικότητα (η) formality
επίσημα τυπικότητας (το), χαρακτηρισμός τυπικότητας (ο) formality label
τυποποίηση (η) formalization
τυποποίηση (η) formalization
τυποποιώ formalize
τυποποιημένος,-η,-ο, μη φυσικός,-ή,-ό formalized / non-natural