ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τυπικός,-ή,-ό (έναντι υλικού) | formal vs substantial |
τυπικός,-ή,-ό (έναντι ουσιαστικού) | formal vs substantive |
φορμαλισμός (ο) | formalism |
φορμαλιστικός,-ή,-ό | formalist |
τυπικότητα (η) | formality |
επίσημα τυπικότητας (το), χαρακτηρισμός τυπικότητας (ο) | formality label |
τυποποίηση (η) | formalization |
τυποποίηση (η) | formalization |
τυποποιώ | formalize |
τυποποιημένος,-η,-ο, μη φυσικός,-ή,-ό | formalized / non-natural |