ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ξενικοποίηση (η) | foreignization |
μικρό όνομα (το) | forename |
δικαστική γλωσσολογία (η) | forensic linguistics |
εγκληματολογική γλωσσολογία (η) | forensic linguistics |
Δικαστική γλωσσολογία (η), δικανική γλωσσολογία (η), εγκληματολογική γλωσσολογία (η) | forensic linguistics |
δικαστική φωνητική (η) | forensic phonetics |
μορφή (η) | form |
τύπος (ο) | form |
σχηματίζω | form |
Τύπος3 (ο), μορφή (η) | form |