ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εστιακό χρώμα (το) | focus |
εστιάζω | focus |
focus | |
Εστίαση (η), εστιάζω, εστία (η) | focus |
εισαγόμενο υλικό εστίασης (το) | focus input |
εστίαση της προσοχής (η) | focus of attention |
εστίαση στον τύπο (η) | focus on form |
εστίαση στους τύπους (η) | focus on forms |
χώρος εστίασης (ο) | focus space |
εστιασμένες διεκπεραιωτικές δραστηριότητες (οι) | focused task-based approach |