ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κεντρικός,-ή,-ό focal
εστιακός,-ή,-ό focal
προσαρμογή εστίασης (η) focal adjustment
περιοχή εστίασης (η) focal area
εστίαση της προσοχής (η) focal attention
εστίαση της προσοχής (η) focal awareness
περιοχή εστίασης (η) focal region
εστίαση (η) focalisation
εστία (η) focus
εστίαση (η) focus