ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πεπερασμένο κλείσιμο (το) finite closure
παρεμφατικός τύπος finite form
γλώσσα με πεπερασμένο αριθμό προτάσεων (η) / πεπερασμένηη γλώσσα (η) finite language
πεπερασμένο σύνολο finite set
αυτόματο πεπερασμένης κατάστασης finite state automaton
μηχανή πεπερασμένης κατάστασης finite state machine
μετατροπέας πεπερασμένης κατάστασης finite state transducer
παρεμφατικός τύπος ρήματος (ο) finite verb form
αυτόματο πεπερασμένης κατάστασης finite-state automaton
γραμματική των πεπερασμένων φάσεων (η) finite-state grammar