ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διηθώ filter
φιλτράρω filter
διήθηση (η) filter
φιλτράρισμα (το) filter
Φίλτρο (το), φιλτράρω, διηθώ filter
τράπεζα φίλτρων  filter bank
φιλτραρισμένη ομιλία (η) filtered speech
τελικός-ή-ό final (F)
τελική πρόταση final clause
τελικό σύμφωνο final consonant