ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κανόνας τροφοδότησης | feeding rule |
πόδες (οι) | feet |
συνθήκη επιτυχίας | felicity condition |
συνθήκες επιτυχίας (οι) | felicity conditions |
θηλυκοί όροι | female terms |
Θηλυκό | Feminine |
θηλυκό | feminine |
θηλυκός,-ή,-ό | feminine |
Θηλυκό (το) | Feminine, f, F, fem, FEM |
φεμινιστική γλωσσολογία (η) | feminist linguistics |