ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Φαρσί (η) (γλώσσα) | Farsi |
τεύχος (το) | fascicle |
γρήγορο ταίριασμα | fast matching |
πατρική ομιλία | fatherese |
φαρυγγικός (ο) | faucal |
ψευδές ομόρριζο (το), ψευδοσυγγενής (ο) | faux ami |
ευνοούμενος | favourite |
ιδιότητα | feature |
ιδιότητα | feature |
χαρακτηριστικό | feature |