ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Φαρσί (η) (γλώσσα) Farsi
τεύχος (το) fascicle
γρήγορο ταίριασμα fast matching 
πατρική ομιλία fatherese
φαρυγγικός (ο) faucal
ψευδές ομόρριζο (το), ψευδοσυγγενής (ο) faux ami
ευνοούμενος favourite
ιδιότητα feature
ιδιότητα feature
χαρακτηριστικό feature