ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εμπειρικός-ή-ό experiential
εμπειρική βάση (η) experiential basis
εμπειρικό πεδίο (το) experiential domain
γείωση στην εμπειρία experiential grounding
εμπειρικός ρεαλισμός experiential realism
εμπειριακή άποψη experiential view
πείραμα experiment
πειραματική φωνολογία (η) experiment phonology
πειραματικός σχεδιασμός (ο) experimental design
πειραματική μέθοδος (η) experimental method