ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εξωκανονιστικός-ή-ό exonormative
Εξωφορικότητα (η), Εξωφορά (η), Εξωφορική ιδιότητα (η) εξωπομπή (η) exophor
εξωφορά exophora
εξωφορική ιδιότητα exophora
Εξωφορικότητα (η), Εξωφορά (η), Εξωφορική ιδιότητα (η) εξωπομπή (η) exophora
εξωφορικός exophoric
εξωφορικήδέσμευση exophoric bounding
εξωφορική αντωνυμία (η) exophoric pronoun
εξωτερική γλώσσα (η) exoteric language
εξωτερογένεια (η) exoterogeny