ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξωκανονιστικός-ή-ό | exonormative |
Εξωφορικότητα (η), Εξωφορά (η), Εξωφορική ιδιότητα (η) εξωπομπή (η) | exophor |
εξωφορά | exophora |
εξωφορική ιδιότητα | exophora |
Εξωφορικότητα (η), Εξωφορά (η), Εξωφορική ιδιότητα (η) εξωπομπή (η) | exophora |
εξωφορικός | exophoric |
εξωφορικήδέσμευση | exophoric bounding |
εξωφορική αντωνυμία (η) | exophoric pronoun |
εξωτερική γλώσσα (η) | exoteric language |
εξωτερογένεια (η) | exoterogeny |