ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διεξοδική κυριαρχία (η) exhaustive domination
διεξοδικότητα (η) exhaustiveness
εξαντλητικότητα exhaustivity
προτρεπτικός-ή-ό exhortative
ύπαρξη και αναφορά existence and reference
υπαρκτικός existential
υπαρκτικό αιτιακό (το) (ρήμα) existential causative
υπαρκτικός τελεστής (ο) existential operator
υπαρκτική προϋπόθεση existential presupposition
υπαρκτική πρόταση (η) existential proposition