ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γεγονοτικός-ή-ό | eventive |
τερματικός-ή-ό | eventive |
γεγονοτικό αντικείμενο (το) | eventive object |
γεγονοτικό υποκείμενο (το) | eventive subject |
απόδειξη (η), τεκμήριο (το) | evidence |
απόδειξη (η), τεκμήριο (το) | evidence |
αυτοπτικός-ή-ό | evidential |
προφανικός | evidential |
αυτοπτικός | evidential |
αυτοπτικότητα (η) | evidentiality |