ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γεγονοτικός-ή-ό eventive
τερματικός-ή-ό eventive
γεγονοτικό αντικείμενο (το) eventive object
γεγονοτικό υποκείμενο (το) eventive subject
απόδειξη (η), τεκμήριο (το) evidence
απόδειξη (η), τεκμήριο (το) evidence
αυτοπτικός-ή-ό evidential
προφανικός evidential
αυτοπτικός evidential
αυτοπτικότητα (η) evidentiality