ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αξιολόγηση (η) evaluation
μετρικές αξιολόγησης (οι) evaluation metric
πρόβλημα της αξιολόγησης (το) evaluation problem
διαδικασία αξιολόγησης evaluation procedure
Πρακτορείο Κατανομής Αξιολογήσεων και Γλωσσικών Πόρων (το) Evaluations and Language Resources Distribution Agency (ELDA)
αξιολογητικός,-ή,-ό evaluative
αξιολογητική κατανόηση (η) evaluative comprehension
Αξιολογητής (ο) (ΑΞΙΟΛ) evaluator (EVAL)
αποφευκτικός-ή-ό evasive
γεγονός event