ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επιφορά (η) | epiphora |
επεισοδικός-ή-ό | episodic |
επεισοδιακή μνήμη (η) | episodic memory |
επιστημικός | epistemic |
επιστημική λογική (η) | epistemic logic |
επιστημική σημασία | epistemic meaning |
επιστημική τροπικότητα | epistemic modality |
επιστημολογία | epistemology |
επίθεση (η) | epithesis |
επίθετο (το) | epithet |