ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
επιφορά (η) epiphora
επεισοδικός-ή-ό episodic
επεισοδιακή μνήμη (η) episodic memory
επιστημικός epistemic
επιστημική λογική (η) epistemic logic
επιστημική σημασία epistemic meaning
επιστημική τροπικότητα epistemic modality
επιστημολογία epistemology
επίθεση (η) epithesis
επίθετο (το) epithet