ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term | 
|---|---|
| προσφυματικός,-ή,-ό | affixing | 
| προσφυματοποίηση (η), προσφυματικός-ή-ό, παραθηματικός-ή-ό | Affixing | 
| προσφυματικές γλώσσες (οι) | affixing languages | 
| πρόσφυμα (το) | affixoid | 
| προστριβόμενος,-η,-ο | affricate | 
| προστριβόμενο (το) | affricate | 
| προστριβόμενο σύμφωνο (το) | affricate consonant | 
| προστριμμένος,-η,-ο | affricated | 
| πρόστριψη (η), προστριβοποίηση (η) | affricated | 
| πρόστριψη (η) | affrication |