ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term | 
|---|---|
| επηρεασμένος,-η,-ο | affected | 
| επιβαρυμένος,-η,-ο | affected | 
| επηρεασμένο αντικείμενο (το) | affected object | 
| συναισθηματικός,-ή,-ό | affective | 
| συναισθηματική δομή (η) | affective construction | 
| υπόθεση του συναισθηματικού φίλτρου (η) | affective filter hypothesis | 
| συναισθηματικό φιλτράρισμα (το) | affective filtering | 
| συναισθηματική λειτουργία (η) | affective meaning | 
| συναισθηματική σημασία (η) | affective meaning | 
| συναισθηματική ανατροφοδότηση (η) | affective negative backchanneling |