ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term | 
|---|---|
| γλώσσα της διαφήμισης (η) | advertising language | 
| συμβουλευτική επιτροπή (η) | advisory panel | 
| Αντιγκιανή (γλώσσα) (η) | Adyge | 
| αερομετρία (η) | aerometry | 
| Αφρικάανς (τα) | AF | 
| Αφανική (Ορόμο) (γλώσσα) (η) | Afan (Oromo) | 
| Αφαρική (γλώσσα) (η) | Afar | 
| συναίσθημα (το) | affect | 
| επηρεάζω το άλφα | affect alpha | 
| Επιβαρυμένος-η-ο, Επηρεασμένος-η-o | affected |