ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| περικειμενική σημασία (η) | contextual meaning |
| περικειμενική ρύθμιση (η) | contextual modulation |
| περικειμενική θεωρία της σημασίας (η) | contextual theory of meaning |
| περιβαλλοντικές παραλλαγές | contextual variants |
| συγκειμενισμός/περιβαλλοντισμός/περικειμενισμός (ο), θεώρηση πλαισίου (η) | contextualism |
| περικειμενοποίηση (η) | contextualization |
| ένταξη σε περιβάλλον (η) | contextualization |
| περικειμενοποίηση (η), ένταξη σε περιβάλλον (η | Contextualization |
| Περικειμενοποιώ, εντάσσω σε περιβάλλον, | contextualize |
| περικειμενικά κατάλληλη μέθοδος (η) | contextually appropriate method |