ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| περιβαλλοντικά ευαίσθητη γλώσσα (η) | context-sensitive language |
| συμφραστικά ελεύθερος κανόνας | context-sensitive rule |
| περιβαλλοντικά ευαίσθητος-η-ο/περιορισμένος-η-ο/ εξαρτημένος-η-ο κανόνας (ο) | context-sensitive/-restricted/-dependent rule |
| περικειμενικός,-ή,-ό | contextual |
| περιβαλλοντικός-ή-ό | contextual |
| περιβαλλοντική ανάλυση | contextual analysis |
| περικειμενικός ορισμός (ο) | contextual definition |
| περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά | contextual features |
| περικειμενική συνεπαγωγή (η) | contextual implication |
| περιστασιακή σημασία | contextual meaning |