ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| προσαρμοσμένη μεταβλητή (η) | conditioned variant |
| καθορισμένη παραλλαγή (η) | conditioned variant |
| προσαρμοσμένη παραλλαγή (η) | conditioned variants |
| εξάρτηση (η) | conditioning |
| προσαρμογή (η) | conditioning |
| καθορισμός (ο) | conditioning |
| περιορισμός εξάρτησης | conditioning constraint |
| αφασία αγωγής (η) | conduction aphasia |
| διάγραμμα (το) | configuration |
| διαγραμματικός-ή-ό | configurational |