ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| γλωσσική ικανότητα | competence |
| παράδειγμα γλωσσικής ικανότητας (το) | competence example |
| γραμματική της γλωσσικής ικανότητας (η) | competence grammar |
| συλλογή (η) | compilation |
| συντάκτης (ο) | compiler |
| οπτική του συντάκτη | compiler perspective |
| μεταγλώττιση προγραμμάτων | compiling of programs |
| Compleat Lexical Tutor (το) (πρόγραμμα) | Compleat Lexical Tutor |
| συμπλεκτικός | complement |
| συμπλήρωμα (το) | complement |