ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| επίκοινο όνομα (το) | common gender |
| κοινός τόπος (ο) | common ground |
| κοινό όνομα (το) | common noun |
| προσηγορικό όνομα (το) | common noun |
| κοινή ιδιότητα (η) | common property |
| κοινός δείκτης αναφοράς (ο) | common referential indices |
| γνώση κοινής λογικής (η) | common sense knowledge |
| συλλογιστική κοινής λογικής (η) | common sense reasoning |
| κοινός πυρήνας (ο) | commoncore |
| όνομα κοινό (το) | common name |