ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| επιβλητικός κόμβος (ο) | commander |
| σχόλιο (το) | comment |
| σχολιαστικός,-ή,-ό | comment |
| σχολιακή (υπο)πρόταση (η) | comment clause |
| σχολιακή πρόταση (η) | comment clause |
| εμπορικά λεξικά (τα) | commercial dictionaries |
| δεσμευτικός,-ή,-ό | commissive |
| δεσμευτική (η) (λεκτική πράξη) | commissive |
| δεσμευτική κατηγορία (η) | commissive category |
| αρχή δεσμευτικής κατηγορίας (η) | commissive category principle |