ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| γνωστική έναντι συναισθηματικής σημασία (η) | cognitive v. emotive meaning |
| γνωστική/γνωσιακή μεταβλητή (η) | cognitive variable |
| γνωστικισμός (ο) | cognitivism |
| γνωσιακότητα (η), γνωστικότητα (η) | cognitivism |
| αντιλαμβάνομαι | cognize |
| αντιλαμβάνομαι | cognize/cognise |
| συνεκτικότητα (η) | coherence |
| συμφωνία (η) | coherence |
| συνάρτηση συνοχής (η) | coherence function |
| συνοχή (η) | cohesion |