ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Κλιτικό (το), κλιτικός-ή-ό | clitic (ΙNFL, I) |
| δέσμευση κλιτικού | clitic bounding |
| Αναρρίχηση κλιτικού (η) | clitic climbing |
| αναδιπλασιασμός κλιτικού (ο) | clitic doubling |
| διπλασιασμός κλιτικού (ο) | clitic doubling |
| κλιτική ομάδα (η) | clitic group |
| κλιτικό υποκείμενο (το) | clitic subject |
| Αναρρίχηση κλιτικού (η) | Clitic-climbing |
| αναδιπλασιασμός κλιτικού (ο) | clitic-doubling |
| διπλασιασμός κλιτικού (ο) | clitic-doubling |