ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ταξινομικό ρήμα (το) | classifying verb |
| αλληλεπίδραση στη σχολική τάξη (η) | classroom interaction |
| διαχείριση σχολικής τάξης (η) | classroom management |
| προτασιακός,-ή,-ό | clausal |
| Προτασιακός-ή-ό / υποπροτασιακός-ή-ό | clausal / sentential |
| προτασιακά υπονοήματα (τα) | clausal implicatures |
| πρόταση (η) | clause |
| πρόταση2 (η), υποπρόταση (η) | clause |
| αλυσίδωση προτάσεων (η) | clause chaining |
| ομοπροτασιακή συνθήκη (η) | clause mate condition |