ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| κυκλική αναφορά (η) | circular reference |
| κυκλικότητα (η) | circularity |
| περίθημα (το) | circumfix |
| περισπωμένη (η) | circumflex |
| περίφραση (η) | circumlocution |
| περικυκλώνω | circumscribe |
| οριοθετώ από την προσωδία | circumscribe |
| περικύκλωση (η) | circumscription |
| περιστασιακός-ή-ό | circumstantial |
| περιστασιακοί ρόλοι (οι) | circumstantial roles |