ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| δεσμεύω | bind |
| συνδέομαι αναφορικά | bind |
| δεσμεύομαι αναφορικά | bind |
| Δεσμεύω/-ομαι αναφορικά, συνδέω/-ομαι αναφορικά | bind |
| αναφορική σύνδεση (η) | binding |
| αναφορική δέσμευση (η) | binding |
| Αναφορική δέσμευση (η) αναφορική σύνδεση (η) | binding |
| αρχή κληρονομιάς της αναφορικής δέσμευσης (η) | binding inheritance principle |
| θεωρία της αναφορικής σύνδεσης (η) | binding theory |
| θεωρία της αναφορικής δέσμευσης (η) | binding theory |