ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εξακολουθητικό (το) | behauchter |
| μπιχιεβιορισμός (ο) | behaviorism |
| σύμπαν του λόγου (το) | behaviorism |
| συμπεριφορικός στόχος (οι) | behavioural objective |
| μπιχεβιορισμός (ο) | behaviourism |
| συμπεριφορισμός (ο) | behaviourism |
| Συμπεριφορισμός (ο), Μπιχεβιορισμός (ο) | behaviourism |
| συμπεριφοριστικός,-ή,-ό | behaviourist |
| συμπεριφοριστική ψυχολογία (η) | behaviourist psychology |
| συμπεριφοριστική θεωρία (η) | behaviourist theory |