ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| μεταφορά της κατάρτισης (η) | transfer of training |
| στάδιο μεταφοράς/μεταβίβασης (το) | transfer stage |
| αρχή της μεταφοράς/παρεμβολής | transfer to somewhere principle |
| μεταβιβαστικό ρήμα | transfer verb |
| μεταβιβασμένη έννοια (η) | transferred sense |
| μετασχηματίζω | transform |
| μετασχηματισμός (ο) | transformation |
| άσκηση μετασχηματισμού (η) | transformation drill |
| μετασχηματιστικός,-ή,-ό | transformational |
| μετασχηματιστική ανάλυση (η) | transformational analysis |