ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| τριτότητα | thirdness |
| προστακτική τρίτου προσώπου (η) | third-person imperative |
| κανόνας των «δεκατριών ανδρών» | thirteen men rule |
| Θρακική (η) (γλώσσα) | Thracian |
| τριθέσια αντίστροφα αντώνυμα | three-place opposites |
| τρισθενές ρήμα | three-place verb |
| θεωρία του οριακού επιπέδου (η) | threshold hypothesis |
| οριακό επίπεδο (το) | threshold level |
| κατώφλι ακοής | threshold of hearing |
| λαιμός | throat |