ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| σουαχιλι | Swahili |
| κατάκλυση (η), κυριαρχία της γλώσσας της πλειοψηφίας (η) | swamping |
| υβριστική λέξη (η), βρισιά (η) | swear word |
| υβριστικό λεξιλόγιο | swearing vocabulary |
| Σουηδικά | Swedish |
| εναλλακτική λειτουργία (η) | switch function |
| εναλλακτική αναφορά | switch reference |
| εναλλαγή αναφοράς (η) | switch reference |
| Εναλλαγή αναφοράς (η) | switch reference |
| Κόρπους Τηλεφωνικών Συνομιλιών (το) | Switchboard Corpus |