ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Στατιστική καθολική αρχή (η) | statistical universal |
| στατιστικά καθολικά | statistical universals |
| στατιστικές καθολικές αρχές | statistical universals |
| καταστασιακός-ή-ό | stative (stat, STAT) |
| στατικός | stative (stat, STAT) |
| καταστασιακά ρήματα | stative verb / state verbs |
| στατικά ρήματα | stative verb / state verbs |
| καταστασιακές | statives |
| καταστασιακότητα (η) | stativity |
| θέση | status |