ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αυτοτεμαχιακή φωνολογία (η) | autosegmental phonology |
| αυτοσημική λέξη (η) | autosemantic word |
| αυτοϋπερκειμενικότητα (η) | autosuperordination |
| βοηθ (βοηθητικός,-ή,-ό) | aux (auxiliary) |
| βοηθητικός,-ή,-ό | auxiliary |
| Βοηθητικός-ή-ό (βοηθ, ΒΟΗΘ) | Auxiliary (aux, AUX) |
| Βοηθητικό στοιχείο (το) | Auxiliary element |
| βοηθητική γλώσσα (η) | auxiliary language |
| βοηθητικό σύμβολο (το) | auxiliary symbol |
| βοηθητικό δένδρο (το) | auxiliary tree |